- γαλόνι
- I(λ. αγγλ.), μονάδα χωρητικότητας υγρών που ισοδυναμεί με 4,5 λίτρα.II(λ. ιταλ.)1. ταινία χρυσοκέντητη ή μεταξωτή που φέρουν οι αξιωματικοί για τη διάκριση του βαθμού, το σιρίτι.2. φρ., «Του ξήλωσαν τα γαλόνια», καθαίρεσαν το στρατιωτικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.